τυφεκισμός

τυφεκισμός
ο, Ν [τυφέκιο]
1. εκπυρσοκρότηση τυφεκίου
2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με πυροβολισμούς τυφεκίου ή τυφεκίων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυφεκισμός — ο βλ. τουφεκισμός, ο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουφεκισμός — και ντουφεκισμός και τύφεκισμός, ο, Ν 1. η βολή σφαίρας από τουφέκι 2. εκτέλεση θανατικής ποινής, θανάτωση με ομαδικούς πυροβολισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφεκίζω / ντουφεκίζω / τυφεκίζω. Ο τ. τυφεκισμός μαρτυρείται από το 1887 στον Ιω.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”